- γλυκόριζα
- (glycyrrhiza).Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των μεσογειακών περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Χαρακτηρίζονται από ρίζες που πηγαίνουν σε μεγάλο βάθος και αδενώδη φύλλα. Τα σπουδαιότερα από τα 12 είδη του γένους είναι αυτά που φυτρώνουν και στην Ελλάδα. Το κυριότερο είδος είναι η γ. η λείαπου φτάνει σε ύψος έως 1 μ., έχει φτερωτά, περιττόληκτα φύλλα, ιώδη ή κυανά άνθη κατά μασχαλιαίους βότρυες και χέδρωπες, επιμήκεις, συμπαγείς καρπούς, με 2-4 σπέρματα. Ιθαγενές της Ελλάδας, αναπτύσσεται κυρίως σε υγρά λιβάδια. Από τις ρίζες της εξάγεται εκχύλισμα, η κοινώς γνωστή γιάμπολη, που, όταν συμπυκνωθεί, συσκευάζεται σε κυλίνδρους ή παστίλιες χρώματος μαύρου γυαλιστερού. Χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, στην αρτοποιία και με μορφή σκόνης στη φαρμακευτική, ως γλυκαντικό και μαλακτικό. Άλλα είδη είναι η γ. η αδενοφόρα, που μοιάζει με το προηγούμενο είδος μόνο που είναι χνουδωτό και καλύπτεται από αδρές τρίχες και οι ρίζες του έχουν επίσης φαρμακευτικές ιδιότητες και η γ. η εχινοειδής, φυτό που περιέχει άφθονη γλυκοριζίνη (πρόκειται για είδος γλυκόζης στις ρίζες του).
Από τις ρίζες της γλυκόριζας εξάγεται η γιάμπολη, ένα εκχύλισμα που αφού στερεοποιηθεί χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, στην αρτοποιία και στη φαρμακευτική.
* * *η και γλυκόριζο και γλυκορίζι, το (AM γλυκύρριζα, Α και γλυκύρριζος, η, Μ γλυκύριζον και γλυκόριζον, το)1. ονομασία διαφόρων ψυχανθών με γλυκιές ρίζες2. διάφορα παρασκευάσματα για θεραπευτικούς σκοπούς.
Dictionary of Greek. 2013.